- εθιμοταξία
- εθιμοτυπία η1) этикет; 2) церемониал; Τμήμα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εθιμοταξία — η η εθιμοτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
εθιμοταξία — η η εθιμοτυπία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εθιμοτυπία — η 1. σύνολο των παραδοσιακών κανόνων κοινωνικής ευπρέπειας και καλής συμπεριφοράς, εθιμοταξία, ετικέτα. 2. το σύνολο των κανόνων υποχρεωτικής συμπεριφοράς, που εφαρμόζονται στις επίσημες θρησκευτικές ή πολιτικές τελετές και εμφανίσεις, στις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)